Follow on Bloglovin

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Βλαστοκύτταρα για την αντιμετώπιση του «νεανικού Πάρκινσον»

Βήματα προόδου από βρετανούς επιστήμονες

Βλαστικά κύτταρα για μία από τις πιο γρήγορα εξελισσόμενες μορφές της νόσου του Πάρκινσον δημιούργησε για πρώτη φορά ομάδα βρετανών επιστημόνων.

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και το University College του Λονδίνου χρησιμοποίησαν δείγματα δέρματος από έναν πάσχοντα από τη νόσο, για να δημιουργήσουν νέα εγκεφαλικά κύτταρα.

Το επίτευγμά τους αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου στην αναζήτηση μιας θεραπείας, καθώς θα διευκολύνει την δοκιμή πειραματικών ουσιών που επιβραδύνουν ή σταματούν την εξέλιξή της.

Στόχος των ερευνών είναι να βρεθούν τελικά φάρμακα που θα αποτρέπουν τον θάνατο των εγκεφαλικών κυττάρων, ο οποίος ευθύνεται για τα συμπτώματα των ασθενών.

«Τα υπάρχοντα φάρμακα για το Πάρκινσον, καταπραΰνουν τα συμπτώματά του, αλλά δεν σταματούν την εξέλιξή του ούτε το αντιστρέφουν», δήλωσε ο ερευνητής δρ Τάιλο Κάναθ, από το Κέντρο Αναγεννητικής Ιατρικής του UCL.
«Η έρευνά μας ανοίγει τον δρόμο για την αναζήτηση φαρμάκων που θα τροποποιούν τη νόσο».

Σε 30άρηδες

Τα βλαστικά κύτταρα δημιουργήθηκαν από έναν ασθενή με τη μορφή της νόσου που εξελίσσεται ραγδαία και κατά κανόνα εκδηλώνεται σε 30άρηδες.

Οι πάσχοντες από αυτή τη μορφή του Πάρκινσον φέρουν – σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό – διπλάσιο αριθμό γονιδίων που παράγουν την πρωτεΐνη άλφα συνουκλεϊνη.

Η πρωτεΐνη αυτή σχετίζεται με σχεδόν όλες της μορφές της νόσου του Πάρκινσον, παρότι η εκδήλωση της ασθένειας σε νέους ανθρώπους είναι σπάνια.

«Αν και η γενετική μεταλλαγή που οδηγεί στη ραγδαία εξελισσόμενη μορφή του Πάρκινσον είναι σπάνια, η νέα μελέτη έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει τεράστιο βήμα προόδου στην αναζήτηση κάποιου φαρμάκου», δήλωσε ο δρ Κίραν Μπριν, από τον οργανισμό Parkinson’s UK που χρηματοδότησε τη νέα μελέτη.

Ένας από τους πιο γνωστούς πάσχοντες από τη «νεανική» μορφή του Πάρκινσον είναι ο 50χρονος σήμερα αμερικανός ηθοποιός Μάικλ Τζ. Φοξ, ο οποίος διαγνώστηκε με τη νόσο το 1991.

Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature Communications».
 
 
Πηγή: 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου