Η ίδρυση και η λειτουργία της δημόσιας τράπεζας είναι ακριβή υπόθεση για τα κράτη, με προβλεπόμενο κόστος ίδρυσης και λειτουργίας, αλλά μη προβλεπόμενες παροχές των υπηρεσιών της. Σήμερα το μόνο που περιορίζει τη δημιουργία μεγάλων δημοσίας πρόσβασης τραπεζών ομφαλοπλακουντιακού αίματος είναι το κόστος, και το ερώτημα είναι ποιος θα αναλάβει αυτό το κόστος. Είναι γεγονός ότι πολύ λίγοι υποψήφιοι γονείς από αυτούς που αποφασίζουν να μη φυλάξουν τα βλαστοκύτταρα για το μέλλον του παιδιού τους θα αποφάσιζαν να τα αφήσουν να καταστραφούν παρά να τα δωρίσουν για το καλό της επιστήμης ή για να σώσουν τη ζωή κάποιων συνανθρώπων τους. Οι δημόσιες τράπεζες ανέκαθεν στον κόσμο παρείχαν πολύ ακριβές υπηρεσίες σε σχέση με την απήχηση των υπηρεσιών τους προς την κοινωνία και για το λόγο αυτόν πολλές φορές αναγκάστηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους ή να χρησιμοποιήσουν εμπορικές τακτικές για να επιβιώσουν.
Σήμερα διεθνώς είναι καταγεγραμμένοι έντεκα εκατομμύρια δότες μυελού των οστών και ομφαλικού αίματος και παρ όλα αυτά μόνο το 50-70% των ασθενών βρίσκει ένα ιστοσυμβατό μόσχευμα. Στον ιδιωτικό τομέα μέχρι το 2006 είχαν καταγραφεί 134 ιδιωτικές τράπεζες φύλαξης με συνολικό αριθμό δειγμάτων 780.000 και στο δημόσιο τομέα 54 τράπεζες με 276.000 δείγματα. Αυτό ώθησε τις δημόσιες τράπεζες να ζητήσουν περισσότερες χρηματοδοτήσεις με σκοπό να αυξήσουν τον αριθμό των δειγμάτων τους ώστε περισσότεροι ασθενείς να μπορούν να βρουν ένα ιστοσυμβατό μόσχευμα. Η προσπάθεια αυτή έδειξε οτι αυξάνοντας τα δείγματά της η δημόσια τράπεζα από τις 50.000 στις 150.000 αυξάνει μόνο κατά 6% την πιθανότητα να βρει ένας ασθενής ένα συμβατό μόσχευμα, ενώ το κόστος του δείγματος αυξάνει από τα 15.336 στα 46.613 δολάρια. Ταυτόχρονα όμως η δημόσια τράπεζα δεν μπορεί να μετέχει σε αυτόλογες θεραπείες, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν ραγδαία τα αμέσως επόμενα χρόνια. To 2007, 1260 ασθενείς στην Αγγλία είχαν ανάγκη μεταμόσχευσης. Εξ αυτών μόνο το 40% κατάφερε να βρει συμβατό μόσχευμα και εξ αυτών το 43% προήλθε από το εξωτερικό αν και η Αγγλία έχει μια δεξαμενή 650.000 εγγεγραμμένων δοτών. Σήμερα στην Αγγλία λειτουργεί μια δημόσια τράπεζα με 11.000 δείγματα η οποία στοχεύει στην επόμενη πενταετία να τα αυξήσει στις 20.000. Ακόμα και εάν η τράπεζα της Αγγλίας διέθετε 50.000 δείγματα ομφαλικού αίματος θα είχε τη δυνατότητα να καλύψει μόνο το 49% των ασθενών και με συμβατότητα 5/6.
Αναλύοντας τα οικονομικά δεδομένα η δημόσια τράπεζα της Αγγλίας κατέληξε οτι για θεραπεία ασθενούς βάρους 38 κιλών και με ποσοστό απόρριψης δειγμάτων 14%, το κόστος ανά δείγμα είναι 920ευρώ. Εάν θέλει να επιλέξει δείγματα τα οποία θα είναι κατάλληλα για σωματικό βάρος ασθενούς 55 κιλών τότε θα απορρίψει το 45% των εισερχόμενων δειγμάτων και το ανάλογο κόστος ανά δείγμα θα είναι 1120 ευρώ. Εάν συνεχίσει ακόμα περισσότερο την επιλογή, τότε απορρίπτοντας το 64% των δειγμάτων θα έχει δείγματα κατάλληλα για θεραπεία ασθενούς βάρους 64 κιλών και ανάλογο κόστος ανά δείγμα 1360 ευρώ.
Το αντίστοιχο κόστος για τις ελληνικές δημόσιες τράπεζες, σύμφωνα με τις οικονομικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί το 2009 είναι 2352 ευρώ, ανεξαρτήτως βάρους ασθενούς και η τιμή πώλησης του μοσχεύματος εντός Ελλάδας 6919 ευρώ, όπως φαίνεται στην οικονομική ανάλυση που εμφανίζει στην ιστοσελίδα της η ελληνική Αιματολογική εταιρεία. Το κόστος για τη Γαλλική δημόσια τράπεζα είναι 2100 ευρώ ανά δείγμα, η οποία μέχρι σήμερα θεωρείτο η ακριβότερη.
Η Αυστραλία σήμερα είναι η χώρα που διαθέτει το μεγαλύτερο αριθμό δημόσιων δειγμάτων ανά κάτοικο (5.8/10.000). Στη Γαλλία, η οποία υπήρξε πρωτοπόρος στις αλλογενείς μεταμοσχεύσεις, επιτρέπεται μόνο η δημόσια φύλαξη, και απαγορεύεται η οικογενειακή. Παρ όλα αυτά αντιστοιχούν ανά κάτοικο πολύ λιγότερα δείγματα, συγκριτικά με την Αυστραλία (0.8/10.000 κατοίκους) και φυλάσσονται 5300 μονάδες, από της ίδρυσής της το 1995, με πληθυσμό 63 εκατομμυρίων κατοίκων και κατ έτος αριθμό γεννήσεων 300.000.
Η Γαλλία έχει ανακηρύξει τα βλαστοκύτταρα των παιδιών της ως εθνικό πλούτο και απαγορεύει την οικογενειακή φύλαξη. Αντ’ αυτού όμως αποτελεί τη σημαντικότερη εξαγωγό χώρα βλαστοκυττάρων στον κόσμο. Οι δημόσιες τράπεζες στη Γαλλία για να καλύψουν ένα μέρος από τα έξοδά τους πωλούν έναντι ανταγωνιστικής αμοιβής τα μοσχεύματα τους στο εξωτερικό και για το λόγο αυτό φροντίζουν να αυξάνουν τις εξαγωγές και να ελαττώνουν τις εισαγωγές για να εξοικονομούν συνάλλαγμα. Στη Γαλλία, παρά την επικράτηση της δημόσιας φύλαξης, εισάγεται το 65% των μοσχευμάτων και μόνο το 40% προέρχεται από τις εθνικές τράπεζες. Έτσι παρ όλη την αποκλειστική χρήση των βλαστοκυττάρων από το κράτος, η Γαλλία ξόδεψε μεταξύ των ετών 2000-2005 4,29 εκατομμύρια ευρώ για να εισάγει μοσχεύματα πληρώνοντας 18.000 ευρώ για κάθε εισαγόμενο δείγμα, ενώ το αντίστοιχο κόστος για τη δική της δημόσια τράπεζα είναι μόνο 2.100 ευρώ. Το κόστος δείγματος για τη δημόσια τράπεζα της Γαλλίας είναι από τα ακριβότερα στον κόσμο και αυτό αιτιολογείται από τις επενδύσεις που έχει κάνει στην ποιότητα. Ο αριθμός των αποθηκευμένων δειγμάτων στη Γαλλία σε σχέση με τις ετήσιες γεννήσεις είναι απογοητευτικά μικρός.
Στην Ιταλία παρ ότι δεν επιτρέπεται στο εσωτερικό της η ιδιωτική φύλαξη, κατά μήκος των συνόρων της υπάρχουν οικογενειακές τράπεζες, όπου οι γονείς συχνά αποστέλλουν δείγματα για οικογενειακή φύλαξη. Κατά τα άλλα τα δημόσια νοσοκομεία διατηρούν το δικαίωμα να υπογράφουν συμβάσεις με ιδιωτικές τράπεζες του εξωτερικού και να αποστέλλουν τα βλαστοκύτταρα, κατόπιν αιτήματος των γονέων.
Οι γειτονικές χώρες των Σκοπίων, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας αξιολογώντας τις ανάγκες τους κατέληξαν οτι είναι προτιμότερο να εισάγουν τα ομφαλοπλακουντιακά αιμοποιητικά μοσχεύματα παρά να διατηρούν δημόσια τράπεζα.
Στον υπόλοιπο κόσμο συνυπάρχουν χωρίς ανταγωνισμό οι δημόσιες και οι ιδιωτικές τράπεζες. Η Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία μάλιστα βλέποντας τα πλεονεκτήματα της φύλαξης των βλαστοκυττάρων του πλακούντα για την οικογένεια αλλά και για το κοινωνικό σύνολο αποφάσισαν να επενδύσουν σημαντικά ποσά για τη φύλαξη βλαστοκυττάρων, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου