Follow on Bloglovin

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΟΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΒΛΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΓΙΑ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ

Η φύλαξη των βλαστοκυττάρων συνοδεύεται από ένα ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο αναφέρει τα αποτελέσματα συγκεκριμένων εξετάσεων που πρέπει να γίνονται σε κάθε δείγμα προκειμένου αυτό να κριθεί κατάλληλο προς χρήση. Οι εξετάσεις αφορούν τη μέτρηση του αριθμού των βλαστοκυττάρων, τον έλεγχο για μικροβιακές μολύνσεις και τον έλεγχο για ύπαρξη συγκεκριμένων ιών στο δείγμα και στη μητέρα. Οι εξετάσεις αυτές εφ όσον πιστοποιούνται από εξωτερικά εργαστήρια ελέγχου ως προς την αξιοπιστία τους και την ποιότητα των υλικών που χρησιμοποιούνται αποτελούν ένα σημαντικό πλεονέκτημα επιλογής του εν λόγο εργαστηρίου από τους γονείς για τη φύλαξη των βλαστοκυττάρων των παιδιών τους.
Τα βλαστοκύτταρα του ομφαλοπλακουντιακού αίματος σήμερα χορηγούνται ενδοφλέβια για τη θεραπεία κακοήθων, αιματολογικών και αυτοάνοσων ασθενειών. Με την ενδοφλέβια χορήγηση ένα μέρος των βλαστοκυττάρων συγκεντρώνεται στο πάσχον όργανο, αφού διανύσει όλη την κυκλοφορία του αίματος. Για να επιτευχθεί τελικά υψηλή συγκέντρωση βλαστοκυττάρων στο πάσχον όργανο είτε πρέπει να χορηγηθεί μεγάλος αριθμός βλαστοκυττάρων ή ο ασθενής να είναι μικρόσωμος. Στις μεταμοσχεύσεις χρησιμοποιείται συγκεκριμένος αριθμός βλαστοκυττάρων ανά κιλό βάρους σώματος του ασθενή και για το λόγο αυτό η συλλογή εξ αρχής πρέπει να εξασφαλίζει το μέγιστο δυνατό αριθμό βλαστοκυττάρων. Αν λάβουμε υπόψη ότι τα αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα του ομφαλοπλακουντιακού αίματος δεν πολλαπλασιάζονται γίνεται άμεσα αντιληπτή η σημασία της μέγιστης δυνατής προσπάθειας για τη συλλογή όλων των βλαστοκυττάρων.
Η πρώτη λήψη των βλαστοκυττάρων γίνεται στην αίθουσα τοκετών μετά τη γέννηση του παιδιού και τη διατομή του ομφαλίου λώρου και ενώ ο πλακούντας βρίσκεται ακόμη μέσα στη μήτρα. Η ποσότητα του αίματος που συλλέγεται με αυτή τη διαδικασία εξαρτάται από τις συνθήκες του τοκετού και όσο χρονικά διαρκεί περισσότερο τόσο μεγαλύτερη ποσότητα βλαστοκυττάρων συλλέγεται. Τα υπόλοιπα βλαστοκύτταρα παραμένουν μέσα στον πλακούντα και υπάρχει ειδική μέθοδος έκπλυσης του πλακούντα για τη συλλογή των υπόλοιπων βλαστοκυττάρων. Η μέθοδος αυτή δεν γίνεται στην αίθουσα τοκετών, αλλά σε εξειδικευμένο εργαστήριο βλαστοκυττάρων, το οποίο πέρα από τη συνήθη λήψη παραλαμβάνει και επεξεργάζεται τον πλακούντα. Η δεύτερη αυτή διαδικασία μπορεί να εξοικονομήσει έως και διπλάσιο αριθμό βλαστοκυττάρων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικά σε ασθενείς με μεγάλο σωματικό βάρος. Η ποσότητα του αίματος που συλλέγεται μετά τον τοκετό παραμένει φυσιολογικά μέσα στον πλακούντα και δεν στερείται από το παιδί. Αντίθετα εάν θα παρέμεινε στο νεογνό θα φόρτωνε την κυκλοφορία του με επί πλέον όγκο και θα επιβάρυνε την καρδιακή του λειτουργία.
Κατανοώντας τη μεγάλη σημασία της ποσότητας των βλαστοκυττάρων μια από τις  απαραίτητες εξετάσεις που γίνονται στα βλαστοκύτταρα είναι η καταμέτρησή και ο έλεγχος της βιωσιμότητας τους. Για την καταμέτρησή τους χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι. Η απλή γενική εξέταση αίματος η οποία μετράει στο σύνολο των κυττάρων που εμπεριέχονται στο ομφαλοπλακουντιακό αίμα και η πλέον εξειδικευμένη που μετράει τα βλαστοκύτταρα. Η εξέταση αυτή απαιτεί ειδικό εξοπλισμό, ο οποίος είναι και ο ακριβότερος του εργαστηρίου. Η  καταμέτρηση του αριθμού και της βιωσιμότητας των βλαστοκυττάρων και όχι η γενική εξέταση του αίματος αποτελεί βασική παράμετρο για την αξιολόγηση και την αποθήκευση ενός δείγματος. Η γενική εξέταση αίματος γίνεται στα αξιόπιστα εργαστήρια διότι ελέγχει άμεσα και γρήγορα την απώλεια βλαστοκυττάρων σε κάθε στάδιο και εφιστά την προσοχή για επιστροφή σε προηγούμενο στάδιο επεξεργασίας προκειμένου να διατηρηθούν όλα τα βλαστοκύτταρα.
Η δεύτερη εξέταση του δείγματος είναι ο έλεγχος για μικροβιακή μόλυνση. Η εξέταση αυτή γίνεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο ελέγχεται γενικά η ύπαρξη μιας μικροβιακής μόλυνσης με  ειδικό εξοπλισμό, ιδιαίτερα ευαίσθητο ο οποίος ανιχνεύει ακόμα και μια αποικία μικροβίων. Η εξέταση αυτή εάν σταματούσε σε αυτό το στάδιο δεν θα είχε ιδιαίτερη αξία, διότι θα έθετε το δίλημμα να κρυοσυντηρηθεί το δείγμα ή να απορριφθεί, δεδομένου ότι δεν δίνει  πληροφορίες για το πιο είναι το μικρόβιο που έχει επιμολύνει το δείγμα και πόσο παθογόνο είναι. Εάν δηλαδή δοθεί το δείγμα αυτό στον ασθενή πόσο θα κινδυνεύει η ζωή του. Στην περίπτωση αυτή το εργαστήριο πρέπει να συνεχίσει με επί πλέον εξετάσεις οι οποίες θα εντοπίζουν το μικρόβιο καθώς και τα αντιβιοτικά στα οποία είναι ευαίσθητο. Εφ όσον ανιχνευτεί η ταυτότητα του μικροβίου και η ευαισθησία του στα αντιβιοτικά το δείγμα κρυοσυντηρείται κανονικά και κατά την απόψυξη και πριν τη χορήγηση δίδονται τα κατάλληλα αντιβιοτικά στον ασθενή και στα βλαστοκύτταρα. Η ταυτοποίηση του μικροβίου και η ευαισθησία στα αντιβιοτικά απαιτούν ειδικό εξοπλισμό και εξειδικευμένο προσωπικό, αυξάνουν όμως την αξιοπιστία της υπηρεσίας και του εργαστηρίου που κρυοσυντηρεί το δείγμα.
Η τρίτη εξέταση του δείγματος αφορά τον έλεγχο για την ύπαρξη ιών, όπως του ιού της ηπατίτιδας Β και C και του ιού του AIDS. Λόγω της σοβαρότητας της μόλυνσης από τους ιούς αυτούς οι εξετάσεις γίνονται στα βλαστοκύτταρα και σε λήψη αίματος της μητέρας κατά τον τοκετό, τα οποία και εξετάζονται παράλληλα. Η μόνη πηγή μόλυνσης για το έμβρυο είναι η μητέρα και  για το λόγο αυτό για  επί πλέον ασφάλεια εξετάζεται και η μητέρα. Οι εξετάσεις για την ανίχνευση των ιών μπορούν να γίνουν με δύο τρόπους οι οποίοι διαφέρουν ως προς την ευαισθησία και κατ’ επέκταση την αξιοπιστία.
Η πλέον ασφαλής μέθοδος η οποία δεν χρειάζεται επανάληψη είναι η ανίχνευση του DNA του ιού, η οποία ανήκει στις λεγόμενες μοριακές εξετάσεις, οι οποίες είναι σύγχρονες, πιο ασφαλείς, εφ όσον γίνονται σωστά, και δεν χρειάζονται επανάληψη. Η ευαισθησία των εξετάσεων αυτών είναι πολύ μεγάλη αφού καταφέρνουν να ανακαλύψουν ακόμα και ένα σωματίδιο ιού μέσα στο ομφαλοπλακουντιακό αίμα ή στο αίμα της μητέρας. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η PCR η οποία γίνεται στο αίμα της μητέρας και του παιδιού για τους παραπάνω ιούς, δεν χρειάζεται επανάληψη μετά από 6 μήνες και θεωρείται η πλέον ασφαλής για να προστατεύσει κάποιον από τη μόλυνση από έναν από τους αναφερόμενους ιούς. Ανάλογες εξετάσεις γίνονται στα τμήματα αιμοδοσίας προκειμένου να χορηγηθεί μια μετάγγιση αίματος και για το λόγο αυτόν τα τελευταία χρόνια έχουν εξαλειφτεί τα κρούσματα μετάδοσης ηπατίτιδας ή AIDS από μολυσμένο αίμα.
Μερικά εργαστήρια χρησιμοποιούν τις κλασικές και ξεπερασμένες ιολογικές εξετάσεις χαμηλού κόστους για τους ανωτέρω ιούς, τις οποίες υποχρεωτικά θα πρέπει να επαναληφθούν μετά από έξι μήνες στη μητέρα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι το δείγμα την ημέρα του τοκετού, άρα και της συλλογής των βλαστοκυττάρων ήταν αρνητικό ως προς τους ιούς αυτούς. Η επανάληψη της εξέτασης μετά από έξι μήνες είναι υποχρεωτική διότι οι ανωτέρω ιοί μπορεί να υπάρχουν στο σώμα ενός ανθρώπου να μεταδίδονται, αλλά ακόμα να μην τους έχει εντοπίσει το ανοσοποιητικό σύστημα και ως εκ τούτου να μη μπορούν να ανιχνευτούν με τις εξετάσεις αυτές.

Κ ΚΟΥΖΗ-ΚΟΛΙΑΚΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΘ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου